- θεσπιέπεια
- θεσπιέπεια, ἡ (Α)αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -έπεια (< -έπης < έπος), πρβλ. καλλι-έπεια < καλλι-επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό, χρησιμοποιείται εν τούτοις ως επίθ.].
Dictionary of Greek. 2013.