θεσπιέπεια

θεσπιέπεια
θεσπιέπεια, ἡ (Α)
αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -έπεια (< -έπης < έπος), πρβλ. καλλι-έπεια < καλλι-επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό, χρησιμοποιείται εν τούτοις ως επίθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεσπιέπεια — oracular fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”